- ετσά
- (Μ ἐτσά)επίρρ.1. (τροπ.) έτσι2. (αντί για αντων.) τέτοιος3. (μαζί με το και ως χρονικοαιτιολ. σύνδ.) αφού, επειδή, μια και («ετσά και τό θυμήθηκα» — μια και, επειδή τό θυμήθηκα, Πανώρ.)4. (ως χρονικοϋποθ. σύνδ.) μόλις, αν («ετσά 'ρθει το παράξενον, θέλουν χαρεί οι εχθροί σου», Σαχλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετσιδά].
Dictionary of Greek. 2013.